κεράσι — το ο καρπός της κερασιάς: Τα κεράσια γίνονται το Μάη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κέρασι — κέρᾱσι , κέρας Aër. neut dat pl κέρας Aër. neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερασής — ιά, ί [κεράσι] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κερασιού 2. το ουδ. ως ουσ. το κερασί το χρώμα τού κερασιού … Dictionary of Greek
BUCCINA — Festo l. 2. est cornu recurvum, quod more tubae infsatur. Ovid. l. 1. Met. v. 335. Cava buccina sumitur illi, Tortilis in latum. Unde Heraldus ad Arnob. l. 6. Buccina tortuosa est, ac in semei ipsam aereô circulô flectitur ac differt a… … Hofmann J. Lexicon universale
CORNU — proprie de quadrupedibus. Plin. l. 11. c. 37. Cornua multis quidem et aquatilium et marinorum et serpentum variis data sunt modis: sed quae iure cornua intelligantur, quadrupedum generi tantum Nec alibi maior naturae lascivia lusit animalium… … Hofmann J. Lexicon universale
INDIA — regio Asiae amplissima, inter Indum fluv. Plin. l. 5. c. 28. et l. 6. c. 20. Strabo l. 1. p. 64. l. 2. p. 87. l. 15. p. 680. 690. et 697. Herod. l. 4. c. 44. ad Occ. a quo nomen habet, et Serum ad Ort. a Sinis separantem, inlongum extensa Oceano… … Hofmann J. Lexicon universale
τσέρι — το, Ν άκλ. λικέρ από κεράσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cherry < λατ. cerasus < κέρασος] … Dictionary of Greek
ιξός — και οξός, ο (ΑΜ ἰξός) 1. το παρασιτικό φυτό viscum album που ζει πάνω στη βαλανιδιά και σε άλλα δέντρα, κν. γκυ 2. κολλώδης ουσία που λαμβάνεται από το φυτό αυτό και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ιξοβεργών («θήρας ὄργανον φέρουσα τὸν ἰξόν»,… … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
κεράσιον — κεράσιον, τὸ (ΑΜ) βλ. κεράσι … Dictionary of Greek